πλεονάζουσα

πλεονάζουσα
πλεονάζω
to be more
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλεοναζούσας — πλεοναζούσᾱς , πλεονάζω to be more pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πλεοναζούσᾱς , πλεονάζω to be more pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάδος — ὁ, ΜΑ 1. αφθονία υγρών, πλεονάζουσα υγρασία 2. σήψη, μούχλιασμα που προκαλείται από την πλεονάζουσα υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πλαδαρός] …   Dictionary of Greek

  • πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… …   Dictionary of Greek

  • ЗЕНОН ИЗ КИТИЯ —     ЗЕНОН ИЗ КИТИЯ (Ζήνων ὁ Κιτιεύς) (334/3 262/1 до н. э.), основатель стоической школы, родоначальник стоицизма.     Жизнь. Родился в г. Китий на Кипре, где издавна была колония выходцев из Финикии (D. L. VII 1; 3; 6; 15; 25; 30; «пуниец» Cic.… …   Античная философия

  • ПОСИДОНИЙ —     ПОСИДОНИЙ (Ποσειδώνιος) из Апамеи (2 я пол. 2 в. сер. 1 в. до н. э.), крупнейший представитель Средней Стой, ученик Панетия.     Жизнь. П. происходил из сирийской Апамеи (или что менее вероятно с Родоса: Suda s. ν. Ποσειδώνιος; Τ 1 a; 2ab… …   Античная философия

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • κορεσμός ή κόρος — Η συνθήκη κατά την οποία, ύστερα από επαρκή αύξηση ενός αιτίου, η περαιτέρω αύξησή του δεν έχει καμία επίδραση στο προκύπτον αποτέλεσμα. Κ. εκδηλώνουν πολλά φυσικά φαινόμενα. (Φυσ.) Συνθήκη των ηλεκτρικών κυκλωμάτων κατά την οποία, όταν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”